μιαροφαγία
From LSJ
τὸ κακὸν δοκεῖν ποτ' ἐσθλὸν τῷδ' ἔμμεν' ὅτῳ φρένας θεὸς ἄγει πρὸς ἄταν → evil appears as good to him whose mind the god is leading to destruction (Sophocles, Antigone 622f.)
English (LSJ)
ἡ, eating of abominable meats, LXX 4 Ma. 5.27.
German (Pape)
[Seite 182] ἡ, das Essen unreiner oder verunreinigenden Speisen, Sp.
Greek Monolingual
η (Α μιαροφαγία) μιαροφάγος
το να τρώει κανείς μιαρές, ακάθαρτες τροφές.
[ΕΤΥΜΟΛ. < μιαρός + -φάγος (< θ. φαγ-, πρβλ. ἔ-φαγ-ον, αόρ. β' του ἐσθίω), πρβλ. ωμο-φάγος.