μελιττουργία
From LSJ
λέγεις, ἃ δὲ λέγεις ἕνεκα τοῦ λαβεῖν λέγεις → you speak, but you say what you say for the sake of gain (Menander, fr. 776)
English (LSJ)
Attic for μελισσουργία.
Greek Monolingual
μελιττουργία, ἡ (Α)
(αττ.τ.) βλ. μελισσουργία.