περιχείριον
From LSJ
Δρυὸς πεσούσης πᾶς ἀνὴρ ξυλεύεται → Quercu cadente, nemo ignatu abstinet → Fiel erst die Eiche, holt ein jeder Mann sich Holz
English (LSJ)
τό, Dim. of περίχειρον.
Greek Monolingual
τὸ, Α περίχειρον
κυκλικό πλεχτό βραχιόλι με το οποίο γινόταν η περιποίηση του τριχώματος του αλόγου.