θαρρούντως

From LSJ
Revision as of 11:08, 31 January 2021 by Spiros (talk | contribs) (LSJ2 replacement)

μή μοι θεοὺς καλοῦσα βουλεύου κακῶς· πειθαρχία γάρ ἐστι τῆς εὐπραξίας μήτηρ, γυνὴ Σωτῆρος· ὦδ᾽ ἔχει λόγος → When you invoke the gods, do not be ill-advised. For Obedience is the mother of Success, wife of Salvation—as the saying goes.

Source
Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: θαρρούντως Medium diacritics: θαρρούντως Low diacritics: θαρρούντως Capitals: ΘΑΡΡΟΥΝΤΩΣ
Transliteration A: tharroúntōs Transliteration B: tharrountōs Transliteration C: tharrountos Beta Code: qarrou/ntws

English (LSJ)

Attic for θαρσούντως.

French (Bailly abrégé)

adv.
avec confiance ou hardiesse.
Étymologie: θαρρέω.

Greek Monolingual

θαρσούντως, νεώτ. αττ. τ. θαρρούντως, Μ θαρρούντως)
επίρρ. με θάρρος, άφοβα, τολμηρά.
[ΕΤΥΜΟΛ. < Γεν. εν. θαρρούντος της μτχ. ενεστ. θαρρών του ρ. θαρρώ (πρβλ. αρκούντως)].