Ask at the forum if you have an Ancient or Modern Greek query!

μωρόομαι

From LSJ
Revision as of 17:00, 1 February 2021 by Spiros (talk | contribs) (Text replacement - " v.l. " to " v.l. ")

Λιμὸς μέγιστον ἄλγος ἀνθρώποις ἔφυ → Inter dolores maximum humanos fames → Der Hunger ist den Menschen allergrößter Schmerz

Menander, Monostichoi, 320
Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: μωρόομαι Medium diacritics: μωρόομαι Low diacritics: μωρόομαι Capitals: ΜΩΡΟΟΜΑΙ
Transliteration A: mōróomai Transliteration B: mōroomai Transliteration C: moroomai Beta Code: mwro/omai

English (LSJ)

Pass., (μῶρος) A become dull or sluggish, ἐμωρώθη ἡ καρδίη was stupefied, Hp.Virg.1; [αἶγες] ἑστᾶσιν ὥσπερ μεμωρωμέναι as if stupefied, v.l. in Arist.HA610b30 (cf. μωραίνω) μεμωρωμένα imbecility, Hp.Prorrh.1.92; μεμωρῶσθαι περί τι prob. l. in Corn.ND25.

Greek (Liddell-Scott)

μωρόομαι: Παθητ., (μῶρος) γίνομαι μωρός, νωθρός, ἀτονῶ, ἐμωρώθη ἡ καρδίη, ἐγένετο νωθρά, ἠτόνησεν, Ἱππ. 562. 43. ἑστᾶσιν ὥσπερ μεμωρωμέναι, ὡς ἐμβρόντητοι, ἔκπληκτοι, ἐπὶ αἰγῶν, Ἀριστ. π. τὰ Ζ. Ἱστ. 9. 3, 3· μεμωρωμένα, συμπτώματα μωρίας, ἠλιθιότητος, Ἱππ. 74Ε, 147Ε.