προσυπόκειμαι
From LSJ
Πολλοὺς τρέφειν εἴωθε τἀδικήματα → Multos consuevit alere iniuria et nefas → Gar viele sind's, die Unrechttun zu nähren pflegt
English (LSJ)
Pass., A lie under besides, v.l. for προϋπ- in Gal.UP3.8. 2 to be mortgaged besides, OGI46.17 (Halic., iii B.C.). 3 to be assumed besides, Gal. 6.246, 10.351.
Greek (Liddell-Scott)
προσυπόκειμαι: Παθ., ὑπόκειμαι προσέτι, Γαλην.
Greek Monolingual
Α
1. υπόκειμαι επί πλέον
2. υποθηκεύομαι επί πλέον
3. λαμβάνομαι ως επί πλέον υπόθεση.
[ΕΤΥΜΟΛ. < προσ- + ὑπόκειμαι «βρίσκομαι από κάτω, υποθηκεύομαι, τίθεμαι ως βάση υπόθεσης ή συλλογισμού»].