καλλίπους

From LSJ
Revision as of 17:45, 1 February 2021 by Spiros (talk | contribs) (Text replacement - " s.v. " to " s.v. ")

Τὰ μικρὰ κέρδη ζημίας μεγάλας (μείζονας βλάβας) φέρει → Minora noxas lucra maiores ferunt → Die kleinen Ränke tragen große Strafe ein

Menander, Monostichoi, 496
Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: καλλῐπους Medium diacritics: καλλίπους Low diacritics: καλλίπους Capitals: ΚΑΛΛΙΠΟΥΣ
Transliteration A: kallípous Transliteration B: kallipous Transliteration C: kallipous Beta Code: kalli/pous

English (LSJ)

ποδος, ὁ, ἡ, A with beautiful feet, Hsch. s.v. ἀργυρόπεζα.

Greek Monolingual

καλλίπους, -οδος, ὁ, ἡ (Α)
αυτός που έχει ωραία πόδια.
[ΕΤΥΜΟΛ. < καλλ(ι)- + -πους (< πούς), πρβλ. γυμνό-πους, ωκύ-πους].