φιλιωτής
From LSJ
Ξίφος τιτρώσκει σῶμα, τὸν δὲ νοῦν λόγος → Ut corpus ensis, verba mentem sauciant → Das Schwert verletzt den Körper, doch den Sinn das Wort
English (LSJ)
οῦ, ὁ, A one who reconciles, Suid. s.v. διαλλακτής.
German (Pape)
[Seite 1278] ὁ, der Befreundende, Freundschaft Stiftende, Suid.
Greek (Liddell-Scott)
φῐλιωτής: -οῦ, ὁ, ὁ διαλλάττων, συμφιλιώνων, Σουΐδ. ἐν λέξ. διαλλακτής· φιλιωτικός, ή, όν, ἀναγνωστέον ἐν Θεολ. Ἀριθμ. σ. 5, σημ. ἐν σ. 160.
Greek Monolingual
ὁ, Α φιλιώ
(κατά το λεξ. Σούδα) συμφιλιωτής.