κασιγνήτη

From LSJ
Revision as of 18:20, 5 February 2021 by Spiros (talk | contribs) (Text replacement - "q.v." to "q.v.")

Ὅτ' εὐτυχεῖς, μάλιστα μὴ φρόνει μέγα → Minus insolesce, quo magis res prosperae → Wenn du im Glück bist, brüste dich am wenigsten

Menander, Monostichoi, 432
Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: κᾰσιγνήτη Medium diacritics: κασιγνήτη Low diacritics: κασιγνήτη Capitals: ΚΑΣΙΓΝΗΤΗ
Transliteration A: kasignḗtē Transliteration B: kasignētē Transliteration C: kasigniti Beta Code: kasignh/th

English (LSJ)

ἡ, fem. of κασίγνητος, A sister, Il.4.441, etc.; dual -τα A.Pers.185: metaph., συκῆ ἀμπέλου κ. Hippon.34, cf. 70A; λάγυνε,… κ. νεκταρέης κύλικος AP6.248 (Marc. Arg.):—Cypr. κασινήτα Gött.Nachr. 1914.95, and καἱνίτα (q.v.): Aeol. κασιγνήτα Sapph. Supp.1.9 (prob.).

German (Pape)

[Seite 1333] ἡ, die (leibliche) Schwester, Hom. u. Folgde. – Übertr. sagt Hipponax bei Ath. III, 78 c συκῆ μέλαινα ἀμπέλου κασ. u. M. Argent. 21 (VI, 248) Λάγυνε, κασιγνήτη νεκταρέης κύλικος.

Greek (Liddell-Scott)

κᾰσιγνήτη: ἡ, θηλ. τοῦ κασίγνητος, ἀδελφή, Ὁμ. Ἰλ. Π. 432, κλ.· μεταφ., ὡς τὸ κάσις, συκῆν μέλαιναν, ἀμπέλου κασιγνήτην Ἱππῶναξ παρ’ Ἀθην. 78C, κλ.· λάγυνε,… κασιγνήτη νεκταρέης κύλικος Ἀνθ. Π. 6. 248.

French (Bailly abrégé)

ης (ἡ) :
sœur.
Étymologie: κασίγνητος.

English (Autenrieth)

(κάσις, γίγνομαι): sister (of the same mother).

Greek Monolingual

κασιγνήτη, ἡ (Α)
βλ. κασίγνητος.

Greek Monotonic

κᾰσιγνήτη: ἡ, θηλ. του κασίγνητος, αδερφή, σε Όμηρ. κ.λπ.

Russian (Dvoretsky)

κᾰσιγνήτη: ἡ сестра Anth., Hom.

Middle Liddell

κᾰσιγνήτη, ἡ, [fem. of κασίγνητος
a sister, Hom., etc.