νᾶφε καὶ μέμνασ' ἀπιστεῖν → keep a clear head and remember not to believe a thing (Epicharmus fr. 250)
λειοτριχιῶ, -άω και -έω και λειοτριχῶ, -έω (Α)
έχω ή αποκτώ λείο τρίχωμα («ἡ δὲ κράστις λειοτριχεῖν ποιεῑ, ὅταν ἔγκυος ᾖ», Αριστοτ.).
[ΕΤΥΜΟΛ. < λεῖος + τριχιῶ (< θρίξ, τριχός)].