δεσμώ
From LSJ
ἆρά γε λόγον ἔχει δυοῖν ἀρχαῖν, ὑλικῆς τε καὶ δραστικῆς → does it in fact have the function of two principles, the material and the active?
Greek Monolingual
(I)
(AM δεσμῶ, -έω) δεσμός
φρ. «τὸ δεσμεῖν τε καὶ λύειν» — το δικαίωμα τών αποστόλων και τών διαδόχων τους να χορηγούν άφεση αμαρτιών
νεοελλ.
φρ. «αυτός έχει το δεσμείν και λύειν» — εισακούεται ανεπιφύλακτα από κάποιον ανώτερο του
αρχ.-μσν.
δένω κάποιον με δεσμά
αρχ.
(για άρθρωση) πάσχω από αγκύλωση.
(II)
δεσμῶ (-όω) (AM)
βλ. δεσμώνω.