ληρώ
From LSJ
Ἡ δὲ παράκαιρος ἡδονὴ τίκτει βλάβην → Tempestiva aliqua ni voluptas sit, nocet → Die Lust zur falschen Zeit gebiert nur Schadensfrust
Ἡ δὲ παράκαιρος ἡδονὴ τίκτει βλάβην → Tempestiva aliqua ni voluptas sit, nocet → Die Lust zur falschen Zeit gebiert nur Schadensfrust
(Α ληρῶ, -έω) [[[λήρος]] (Ι)]
είμαι ανόητος, λέγω ή πράττω ανοησίες, κενολογώ, μωρολογώ («εἰκὸς μέντοι σοφὸν ἄνδρα μὴ ληρεῖν», Πλάτ.)
αρχ.
(για άρρωστο άνθρωπο) παραληρώ, παραμιλώ.