Ask at the forum if you have an Ancient or Modern Greek query!

εποικώ

From LSJ
Revision as of 14:15, 27 March 2021 by Spiros (talk | contribs) (Text replacement - "οῡν" to "οῦν ")

Quibus enim nihil est in ipsis opis ad bene beateque vivendum → Every age is burdensome to those who have no means of living well and happily

Cicero, de Senectute

Greek Monolingual

(AM ἐποικῶ, -έω)
εγκαθίσταμαι ως έποικος σε κατοικημένο τόπο («Κυκλάδες ἐποικήσουσι νησαίας πόλεις», Ευρ.)
αρχ.
1. εγκαθίσταμαι κάπου με εχθρικές διαθέσεις («ἐποικοῦν τες ὑμῑν αἰεί τε ἐπιβουλεύουσι», Θουκ.)
2. παθ. ἐπικοῦμαι
(για χώρα) κατέχομαι από εχθρό και χρησιμεύω ως ορμητήριο πολεμικών επιχειρήσεων («ἡ Δεκέλεια... τῇ χώρᾳ ἐπῳκείτο», Θουκ.).
[ΕΤΥΜΟΛ. < έποικος
βλ. εποικίζω].