εξεμώ
From LSJ
οὐ δικαίως θάνατον ἔχθουσιν βροτοί, ὅσπερ μέγιστον ῥῦμα τῶν πολλῶν κακῶν → unjustly men hate death, which is the greatest defence against their many ills | men are not right in hating death, which is the greatest succour from our many ills
Greek Monolingual
(AM ἐξεμῶ, -έω)
αποβάλλω κάτι με εμετό, ξερνώ κάτι (για τη Χάρυβδι, «ὄφρ' εξεμέσειεν ὀπίσσω ἱστόν καὶ τρόπιν αὖτις», Ομ. Οδ.)
μσν.- νεοελλ.
εκστομίζω ανεξέλεγκτα και αποκρουστικά («εξήμεσε ύβρεις»)
μσν.
αποβάλλω με βδελυγμία («ἐξήμεσας τὸν ἰὸν τῆς πρὶν ἀγνωσίας»)
αρχ.
χάνω παράνομα («τοῖς πέντε ταλάντοις οἷς Κλέων ἐξήμεσεν, Αριστοφ.).