Ask at the forum if you have an Ancient or Modern Greek query!

κάρπωση

From LSJ
Revision as of 12:31, 28 March 2021 by Spiros (talk | contribs) (Text replacement - "τοῑς" to "τοῖς")
(diff) ← Older revision | Latest revision (diff) | Newer revision → (diff)

Ἡ γλῶσσ' ἁμαρτάνουσα τἀληθῆ λέγει → Inesse linquae veritas lapsae solet → Die Zunge, wenn sie in die Irre geht, spricht wahr

Menander, Monostichoi, 228

Greek Monolingual

η (Α κάρπωσις) καρπώ
νεοελλ.
1. η λήψη ή η χρήση του καρπού
2. η άντληση κέρδους, η εκμετάλλευση, η επικαρπία, η νομή
αρχ.
1. η χρησιμότητα («τὴν ἀρχὴν τῆς Ἀσίας αὑτοῖς καὶ τὴν κάρπωσιν γενέσθαι», Ξεν.)
2. η προσφορά καρπών.