Ξένοις ἐπαρκῶν τῶν ἴσων τεύξῃ ποτέ → Bene de extero quid meritus exspectes idem → Hilf Fremden und dereinst wird Gleiches dir geschehn
(ΑΜ ὀνειδίζω) όνειδος
1. διατυπώνω προσβλητική κατηγορία εναντίον κάποιου, κατηγορώ, ψέγω
2. επιτιμώ, επιπλήττω, («ὀνειδίζετε τοῖς ἀδικοῦσιν», Λυσ.)
3. περιπαίζω, χλευάζω
4. καταντροπιάζω, ρεζιλεύω.