ἐμορφιά
From LSJ
ἀλλὰ σὺ μὲν νῦν στῆθι καὶ ἄμπνυε → but you, stop now and catch your breath | but do thou now stand, and get thy breath
Greek Monolingual
και ευμορφιά και ὀμορφιά, η (ΑΜ εὐμορφία, Μ και ἐμορφιά καὶ ὀμορφιά) εύμορφος
1. η ωραιότητα, το κάλλος (ιδιαίτερα της μορφής) (α. «ὠλόμην ἐγὼ εὐμορφίᾳ πραθεῑσα», Ευρ.
β. «στείλε μου πάλε να τά ιδώ μ' όλη την ευμορφιά τους της νιότης μου τα ονείρατα», Βαλαωρ.)
2. και μτφ. για την αρετή («εὐμορφία τῆς ἀρετῆς», Μηναί.)
μσν.
μτφ. στολίδι
αρχ.
φρ. α) «αἱ τῶν διδασκαλείων εὐμορφίαι» — οι τεχνοτροπίες, τα στολίδια του λόγου
β) «χολῆς λοβοῡ τε... εὐμορφία» — η απαιτούμενη για ευοίωνη θυσία συμμετρία στα σπλάγχνα του ζώου που πρόκειται να θυσιαστεί.