παιδόφιλος

From LSJ
Revision as of 09:35, 23 May 2021 by Spiros (talk | contribs) (Text replacement - "epith." to "epithet")

κρυπτάδια φρονέοντα δικαζέμενharbour secret counsels

Source
Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: παιδόφῐλος Medium diacritics: παιδόφιλος Low diacritics: παιδόφιλος Capitals: ΠΑΙΔΟΦΙΛΟΣ
Transliteration A: paidóphilos Transliteration B: paidophilos Transliteration C: paidofilos Beta Code: paido/filos

English (LSJ)

ον, A loving children, fem. παιδοφίλη, epithet of Demeter, Orph.H.40.13; Γέλλως παιδοφιλωτέρα, of over-fond mothers, Sapph.47.

German (Pape)

[Seite 442] Kinder, bes. Knaben liebend, wie παιδεραστής. – Ein Sprichwort Γελλοῦς παιδοφιλωτέρα erwähnt Zenob. 3, 3. – Ein fem. παιδοφίλη, Beiname der Ceres, Orph. H. 39, 13.

Greek (Liddell-Scott)

παιδόφῐλος: -ον, ὁ ἀγαπῶν τοὺς παῖδας, θηλ. παιδοφίλη, ἐπίθετ. τῆς Δήμητρος, Ὀρφ. Ὕμν. 39. 13· Γελλοῦς παιδοφιλωτέρα, «ἐπὶ τῶν ἀώρως τελευτησάντων, ἤτοι ἐπὶ τῶν φιλοτέκνων μὲν, τρυφῇ δὲ διαφθειρόντων αὐτὰ» Ζηνόβ. 3, 3. Παροιμιογρ.

Greek Monolingual

παιδόφιλος, -ον, θηλ. και παιδοφίλη (Α)
1. αυτός που αγαπά τα παιδιά, φιλότεκνος
2. παιδεραστής
2. το θηλ. ως ουσ. ἡ παιδοφίλη
προσωνυμία της Δήμητρος.
[ΕΤΥΜΟΛ. < παῖς, παιδός + φίλος].

Dutch (Woordenboekgrieks.nl)

παιδόφιλος -η -ον [παῖς, φίλος] (zijn of haar) kinderen liefhebbend.