γραφεῖον

From LSJ
Revision as of 09:40, 20 July 2021 by Spiros (talk | contribs) (Text replacement - "<br /><br />" to "<br />")

τὰ ἐς τὴν κοιλίην ἀποκρινόμενα → gastric secretions

Source
Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: γρᾰφεῖον Medium diacritics: γραφεῖον Low diacritics: γραφείον Capitals: ΓΡΑΦΕΙΟΝ
Transliteration A: grapheîon Transliteration B: grapheion Transliteration C: grafeion Beta Code: grafei=on

English (LSJ)

τό, A pencil, Hp.Superf.8 (f.l.), Arist.Ph. 248b8, Macho ap.Ath.13.582c. 2 paint-brush, Plu.2.859e, S.E. P.1.28; graving tool, chisel, Epigr.Gr.980.4 (Philae). II registry, record-office, Michel595.12 (Halic.), PRyl.65.4 (i B. C.), PAmh. 110.21 (i A. D.), etc.:—written γράφιον, PPetr.3p.155. III tax on writing-materials, BGU277 ii 11: but in pl., fees for copying, ib. 1214.12.

German (Pape)

[Seite 505] τό, womit man schreibt u. malt, Griffel, Pinsel, Macho bei Ath. XIII, 582 c; Plut. u. a. Sp. – Bei K. S. = ἁγιόγραφα.

Greek (Liddell-Scott)

γρᾰφεῖον: τὸ, (γράφω) ὄργανον γραφῆς, κάλαμος, Λατ. stilus, Ἱππ. 261. 10, Ἀριστ. Φυσ. 7. 4, 4, Μάχων παρ’ Ἀθην. 582C· ἐργαλεῖον γλυπτικῆς, γλυφίς, σμίλη, Ἐπιγράμμ. Ἑλλην. 980. 4. ΙΙ. τόπος ἐν ᾧ καταγράφονται, Newton Ἐπιγραφ. Ἁλικ. σ. 690 κ. ἀλλ. ΙΙΙ. τὰ γραφεῖα = ἁγιόγραφα, Ἐκκλ.· ἴδε Jacobson Patr. Ap. 1. σ.105.

French (Bailly abrégé)

ου (τό) :
1 stylet pour écrire;
2 pinceau.
Étymologie: γράφω.

Spanish (DGE)

(γρᾰφεῖον) -ου, τό
• Grafía: frec. pap. graf. γραφῖον PMerton 12.23 (I d.C.), etc.
I n. de diversos instrumentos
1 estilo, estilete, punzón de metal u otros materiales duros, para escribir en tablillas de madera encerada πινακὶς καὶ γ. Macho 404, cf. Plu.Eum.1.6, Arr.Epict.3.22.74, D.L.6.3, δέλτος καὶ γ. Plu.2.59f, κηρὸς καὶ γ. παίδων POxy.736.16 (I d.C.), cf. Arist.Ph.248b8, Chrysipp.Stoic.3.135, POxy.3065.13 (III d.C.), Ou.Am.1.11.23, en láminas de estaño λαβὼν πέταλον κασσιτερινὸν χ[ά] ραξον χαλκῷ γραφ[είῳ PMag.7.216, cf. Hippiatr.Paris.1025, τεθῆναι αὐτὰ (τὰ ῥήματα μου) ἐν βιβλίῳ ... ἐν γραφείῳ σιδηρῷ καὶ μολίβῳ LXX Ib.19.24, causante de heridas παιδὸς ... νυγέντος γραφείῳ κατὰ τὴν κόρην Gal.7.100, cf. 10.390, 13.605, ἀμυχὴν ... ἀμβλεῖαν, οἷον ἀπὸ γραφείου un rasguño leve, como el que haría un estilo Plu.Demetr.26.5, cf. Aët.7.23, empleado en cirugía ταύτην (ἀρτηρίαν) ... τίτρωσκε ἢ γ. ὀρθὸν καθεὶς ἢ βελόνην ἤ τι τῶν ἰατρικῶν μαχαιρίων Gal.4.716, cf. 5.184, en odontología ἔκλυσον (τὸν ὀδόντα) τοῖς δακτύλοις ἢ γραφείῳ ἀνάλαβε Gal.12.864, cf. Dsc.3.9, Aët.8.36, usado como aguijón παιδαρίων ... τοῖς γραφείοις τὴν προβοσκίδα κεντούντων Plu.2.968e, τὰς μυίας γραφείοις κατεκέντει D.C.66.9.4, cf. Gal.12.323
cálamo de caña para escribir sobre papiro, Arist.MM 1202b17, Hp.Ep.17.3, Plu.2.514d, γραφείῳ πατάξας εἰς τὸν ὀφθαλμὸν ἕνα τῶν ὑπηρετῶν Gal.5.17
pica ἀποθνῄσκει ... μεγάλοις γραφείοις κεντούμενος Plu.TG 34.4.
2 pincel τὴν σπογγιὰν εἰς ἣν ἀπέμασσε τὰ ἀπὸ τοῦ γραφείου χρώματα S.E.P.1.28
fig. (Ἡρόδοτος) Λακεδαιμονίους ... ὑποπεσόντας αὐτοῦ τῷ γραφείῳ προσέχρωσε a los lacedemonios los pintó de negro cuando cayeron bajo su pincel, e.e. cuando los retrató, Plu.2.859e.
3 prob. cincel para grabar en piedra λαβ] ὼν γ. ... τόδε [μναμεῖον] ἁγνὸν ἐνεκόλαψεν IPh.144.4 (I a.C.).
II rel. la administración
1 oficina de registro, registro, notaría, escribanía pública donde quedan registrados los contratos y otros documentos κατὰ συγγραφὴν τροφῖτιν τὴν ἀναγραφεῖσαν διὰ τοῦ γραφίου UPZ 118.9 (II a.C.), ἀναγέγραπται διὰ τοῦ ἐν τῷ Ἀνουβείῳ γρα(φείου) UPZ 136 (I a.C.), cf. PAmh.110.21 (I d.C.), δάνειον γεγονὸς διὰ γραφείου Ταλαώ POxy.3560.5 (II d.C.), καθ' ὁμολογίαν τελειωθεῖσαν διὰ γραφείου κώμης Καρανίδος PSI 1324.17 (II d.C.), τὸ γ. τῆς κώμης SB 10843.4 (II a.C.), γ. ἄνω τοπαρχίας SB 9317a.22 (II d.C.), en ptol. esp. para contratos redactados en demótico Αἰγυπτίαν συγγραφὴν [ἀναγραφεῖσ] αν ... διὰ τοῦ ἐν τῇ ... πόλει γραφίου PRyl.65.4 (I a.C.), a cargo de un superintendente ὁ πρὸς τῷ γραφείῳ SB 9371.1 (II a.C.), UPZ 175b.4 (II a.C.), SB 9109.19 (I d.C.), PMich.583.36 (I d.C.).
2 impuesto de escribanía, OGI 46.12 (Halicarnaso III a.C.), en Egipto en origen esp. para los contratos redactados en demótico τὸ γ. τῶν Αἰγυπτίων συγγραφῶν PPetr.3.53(s).5 (III a.C.), cf. PHamb.168a.16 (III a.C.) en BL 3.76, BGU 1214.12 (II a.C.), γραφίου καὶ χαρτερᾶς BGU 277.2.11 (II d.C.), cf. SB 9443.1.15 (II d.C.), φόρου γραφείου PCol.1ue.a.42, 94 (II d.C.), cf. BGU 2214.4 (I d.C.), POxy.2414.2.19 (II/III d.C.).
3 impuesto de registro n. de un tipo de impuesto de capitación recaudado por el fisco romano en la provincia de Asia IEphesos 13 passim (I d.C.).
III relación escrita, escrito c. una prescripción médica, de donde receta διαλυτικῆς μοι γ. πέμψον envíame la receta del disolvente, PMerton l.c.
en lit. crist. gener. plu. escrito ἄλλα μύρια παρ' αὐτοῖς πλασθέντα γραφεῖα τετόλμηται Epiph.Const.Haer.26.12
la Escritura, el texto bíblico λέγει γὰρ που τὸ γ. 1Ep.Clem.28.2, γραφεῖα τὰ παρὰ Ἰουδαίοις καλούμενα βιβλία Epiph.Const.Haer.29.7, cf. Mens.M.43.244B, Didym.M.39.608C.

Russian (Dvoretsky)

γρᾰφεῖον: τό палочка для письма, грифель, стиль Arst., Plut.

Dutch (Woordenboekgrieks.nl)

γραφεῖον -ου, τό γραφή pen, penseel, om te schrijven, tekenen, schilderen.