ἀντέμβασις
From LSJ
ὥστε ὁ βίος, ὢν καὶ νῦν χαλεπός, εἰς τὸν χρόνον ἐκεῖνον ἀβίωτος γίγνοιτ' ἂν τὸ παράπαν → and so life, which is hard enough now, would then become absolutely unendurable
English (LSJ)
v. sub ἀντεμβαίνω.
German (Pape)
[Seite 246] ἡ, das Ineinandergehen, Galen.
Greek (Liddell-Scott)
ἀντέμβᾰσις: ἡ, ἴδε ἐν λ. ἀντεμβαίνω.
Spanish (DGE)
-εως, ἡ
acoplamiento de las vértebras, Gal.2.737, ποιοτήτων Io.D.M.94.664B.
Greek Monolingual
ἀντέμβασις, η (AM) αντεμβαίνω
συνάρθρωση, συναρμογή, σύνδεση.