δεκατώνης
From LSJ
Λεύσσετε, Θήβης οἱ κοιρανίδαι τὴν βασιλειδᾶν μούνην λοιπήν, οἷα πρὸς οἵων ἀνδρῶν πάσχω → See, you leaders of Thebes, what sorts of things I, its last princess, suffer at the hands of such men
English (LSJ)
ου, ὁ, A tithe-farmer, Anaxil.8.
German (Pape)
[Seite 543] ὁ, der Zehendpächter, Anaxil. Poll. 9, 29.
Greek (Liddell-Scott)
δεκατώνης: -ου, ὁ, ἐνοικιαστὴς τῆς δεκάτης, Ἀναξίλ. Γλαυκ. 1 (Πολυδ. Θ΄, 29).
Spanish (DGE)
(δεκᾰτώνης) -ου, ὁ cobrador del diezmo, recaudador del diezmo Anaxil.7, TAM 2.1.19 (Telmeso II a.C.), Poll.6.128.
Greek Monolingual
δεκατώνης, ο (Α)
ο ενοικιαστής του φόρου της δεκάτης.
[ΕΤΥΜΟΛ. < δεκάτη + -ώνης < ωνούμαι «αγοράζω» (πρβλ. ισχαδώνης, σιτώνης)].