επιληψία

From LSJ
Revision as of 08:50, 23 August 2021 by Spiros (talk | contribs) (Text replacement - "<b>πρβλ.</b>" to "πρβλ.")

καὶ τοσαύτῃ περιουσίᾳ χρήσασθαι πονηρίας → in the veriest extravagance of malice

Source

Greek Monolingual

η (AM ἐπιληψία)
πάθηση του εγκεφάλου με κύρια συμπτώματα: σπασμούς εντοπισμένους ή γενικευμένους, απώλεια συνειδήσεως, αισθητηριακές ψευδαισθήσεις και διάφορες ψυχικές διαταραχές
αρχ.
κράτημα, σταμάτημα.
[ΕΤΥΜΟΛ. < επί + -ληψία (< λήπτης < λαμβάνω), τ. που απαντά μόνον εν συνθέσει (πρβλ. δωρο-ληψία, προσωπο-ληψία)].