Μηδέν ποτε κοινοῦ τῇ γυναικὶ χρήσιμον → Utile communicato mulieri nihil → Nie teile etwas Wertvolles mit deiner Frau
εὐναστήρ, -ῆρος, ὁ, θηλ. εὐνάστειρα (Α)
1. ευνητήρ, σύνευνος, σύζυγος
2. αυτός που χρησιμεύει ως άγκυρα («τρητόν λίθον εὐναστῆρα», Οππ.).
[ΕΤΥΜΟΛ. < ευνάζω + κατάλ. -τηρ (πρβλ. δοκιμάζω / δοκιμαστήρ, κολάζω / κολαστήρ)].