εὐάκεστος
From LSJ
καὶ ἐχθροὶ τοῦ ἀνθρώπου οἱ οἰκιακοὶ αὐτοῦ → and a man's foes shall be they of his own household (Micah 7:6, Matthew 10:36)
English (LSJ)
[ᾰ], ον, (ἀκέομαι) A easy to remedy, ἁμαρτάδες εὐακεστότεραι Hp.Acut.39.
German (Pape)
[Seite 1055] leicht zu heilen, Hippocr.
Greek (Liddell-Scott)
εὐάκεστος: ᾰ, ον, εὐίατος, ἁμαρτὰς εὐακεστοτέρη Ἱππ. π. Διαίτ. Ὀξ. 350.
Greek Monolingual
εὐάκεστος, -ον (Α)
αυτός που θεραπεύεται εύκολα, ευίατος.
[ΕΤΥΜΟΛ. < ευ + ακεστός (< ακούμαι), πρβλ. αν-άκεστος].