εὐγεώργητος

From LSJ
Revision as of 09:07, 23 August 2021 by Spiros (talk | contribs) (Text replacement - "<b>πρβλ.</b>" to "πρβλ.")

Ζῶμεν γὰρ οὐχ ὡς θέλομεν, ἀλλ' ὡς δυνάμεθα → Ut quimus, haud ut volumus, aevum ducimus → nicht wie wir wollen, sondern können, leben wir

Menander, Monostichoi, 190
Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: εὐγεώργητος Medium diacritics: εὐγεώργητος Low diacritics: ευγεώργητος Capitals: ΕΥΓΕΩΡΓΗΤΟΣ
Transliteration A: eugeṓrgētos Transliteration B: eugeōrgētos Transliteration C: evgeorgitos Beta Code: eu)gew/rghtos

English (LSJ)

ον, A easy to cultivate, Sch.S.Ant.569:—also εὐγέωργ-ος, ον, Scyl.24.

Greek (Liddell-Scott)

εὐγεώργητος: -ον, ὁ εὐκόλως καλλιεργούμενος, νῆσος Σκύλαξ σ. 9, Σχόλ. εἰς Σοφ. Ἀντ. 575.

Greek Monolingual

εὐγεώργητος, -ον (Α)
(για τόπο) αυτός που εύκολα καλλιεργείται.
[ΕΤΥΜΟΛ. < ευ + -γεωργητος (< γεωργώ), πρβλ. α-γεώργητος].