ηλιτόμηνος

From LSJ
Revision as of 09:25, 23 August 2021 by Spiros (talk | contribs) (Text replacement - "<b>πρβλ.</b>" to "πρβλ.")
(diff) ← Older revision | Latest revision (diff) | Newer revision → (diff)

τὸ δ' ἐξαίφνης τὸ ἐν ἀναισθήτῳ χρόνῳ διὰ μικρότητα ἐκστάν → suddenly refers to what has departed from its former condition in a time imperceptible because of its smallness

Source

Greek Monolingual

ἠλιτόμηνος, -ον (Α)
1. αυτός που γεννήθηκε πρόωρα
2. το ουδ. ως ουσ. τo ἠλιτόμηνον
η πρόωρη γέννηση.
[ΕΤΥΜΟΛ. < θ. αλιτ- του αορ. αλιτείν «διαπράττω σφάλμα εις βάρος κάποιου» (βλ. λ. αλείτης) + -μηνος (< μην «μήνας»). Το αρχικό φωνήεν εκτείνεται για μετρικούς λόγους. Το -ο-, που στην εξέλιξη της γλώσσας αποτέλεσε το κατ' εξοχήν συνδετικό φωνήεν του α' συνθετικού με το β' στα σύνθετα, εμφανίζεται ήδη στα ομηρικά έπη αντί του συνηθέστερου -ε- (πρβλ. αγχέμαχος, εχέβοιος) σε ορισμένα άπαξ λεγόμενα, όπως αμαρτο-επής, ηλιτό-μηνος, φυγο-πτόλεμος κ.ά.].