καὶ ἥ γε ἀνία τὸ ἐμποδίζον τοῦ ἰέναι → sorrow is that which hinders motion
έχω θαμπάδα, θαμπίζω.[ΕΤΥΜΟΛ. < θαμπός + υποκορ. καταλ. -ουλίζω (πρβλ. βηχ-ουλίζω < βήχας)]