θεόρρυτος
From LSJ
κακοὶ μάρτυρες ἀνθρώποισιν ὀφθαλμοὶ καὶ ὦτα βαρβάρους ψυχὰς ἐχόντων → eyes and ears are poor witnesses for men if their souls do not understand the language (Heraclitus Phil.: Fr. B 107; Testimonia: Fragment 16, line 6)
English (LSJ)
ον, A flowing from the gods, λύθρος Opp.H.5.9.
Greek (Liddell-Scott)
θεόρρῠτος: -ον, ῥέων, προερχόμενος ἐκ θεοῦ, ὄμβρος Ὀππ. Ἁλ. 5. 9.
Greek Monolingual
θεόρρυτος, -ον (AM)
αυτός που προέρχεται από θεό.
[ΕΤΥΜΟΛ. < θεο- + -ρρυτος (< ρέω), πρβλ. μελί-ρρυτος, χρυσό-ρρυτος].