Εὔπειστον ἀνὴρ δυστυχὴς καὶ λυπούμενος → Concinnat luctus suspicacem et miseria → Leichtgläubig ist ein Mann im Unglück und im Leid
ἱεροκόμος, ὁ (Α)επιμελητής ναού, νεωκόρος.[ΕΤΥΜΟΛ. < ιερ(ο)- + -κόμος (< κομώ)πρβλ. ανθο-κόμος, ιππο-κόμος].