ιππημολγός

From LSJ
Revision as of 10:00, 23 August 2021 by Spiros (talk | contribs) (Text replacement - "<b>πρβλ.</b>" to "πρβλ.")

τῷ οὖν τόξῳ ὄνομα βίος, ἔργον δὲ θάνατος → the bow is called life, but its work is death (Heraclitus)

Source

Greek Monolingual

ἱππημολγός, ὁ (Α)
(για σκυθική ή ταταρική φυλή) αυτός που αρμέγει φοράδες, επομ. που χρησιμοποιεί το γάλα φοράδας για τροφή.
[ΕΤΥΜΟΛ. < ἱππ(ο)- + -ημολγός (< ἀμέλγω «αρμέγω»), πρβλ. βου-μολγός, Κυν-αμολγός. Το -η- λόγω «εκτάσεως εν συνθέσει»].