ιεροσύνη

From LSJ
Revision as of 10:00, 23 August 2021 by Spiros (talk | contribs) (Text replacement - "<b>πρβλ.</b>" to "πρβλ.")

πωγωνοτροφία φιλόσοφoν οὐ ποιεῖ → a long beard does not make the philosopher

Source

Greek Monolingual

ἡ (Μ ἱεροσύνη)
βλ. ιερωσύνη.
[ΕΤΥΜΟΛ. < ιερός. Η παλαιά γραφή της λ. ιερωσύνη με -ο- (αντί του κανονικού -ω-) αναλογικά προς άλλα σε -οσύνη (πρβλ. αγι-οσύνη, δικαι-οσύνη)].