ιδιόρρυθμος
From LSJ
Δρυὸς πεσούσης πᾶς ἀνὴρ ξυλεύεται → Quercu cadente, nemo ignatu abstinet → Fiel erst die Eiche, holt ein jeder Mann sich Holz
Greek Monolingual
-η, -ο (ΑΜ ἰδιόρρυθμος, -ον)
αυτός που έχει ιδιαίτερο τρόπο ζωής
νεοελλ.
ιδιότροπος, αλλιώτικος, παράξενος
νεοελλ.
μσν.
φρ. «ιδιόρρυθμα μοναστήρια» — τα μοναστήρια στα οποία οι μοναχοί επιτρέπεται να έχουν ατομική περιουσία και να τρώνε μόνοι στα κελλιά τους.
επίρρ...
ιδιορρύθμως και ιδιόρρυθμα (Μ ἰδιορρύθμως)
με ξεχωριστό, με ιδιαίτερο τρόπο ζωής
νεοελλ.
παράξενα, ιδιότροπα.
[ΕΤΥΜΟΛ. < ιδιο- + -ρρυθμος (< ρυθμός), πρβλ. έκ-ρυθμος. ταχύ-ρρυθμος].