οὗ δ' ἂν Ἔρως μὴ ἐφάψηται, σκοτεινός → he on whom Love has laid no hold is obscure | he whom Love touches not walks in darkness
καινοτοκῶ, -έω (Α)γεννώ καινούργια πράγματα, δημιουργώ ή παράγω καινούργια πράγματα.[ΕΤΥΜΟΛ. < καινός + -τοκῶ (< -τόκος < τόκος < τίκτω), πρβλ. πρωτο-τοκώ, τελειο-τοκώ].