κακοπραγής
From LSJ
τοῦ δὲ πολέμου οἱ καιροὶ οὐ μενετοί → in war, opportunities won't wait | the chances of war will not wait (Thucydides 1.142.2)
English (LSJ)
ές, A evil-doing, Hsch.
German (Pape)
[Seite 1302] ές, unglücklich, Hesych.
Greek Monolingual
κακοπραγής, -ές (Α)
αυτός που κάνει κάτι κακό, κακοποιός.
[ΕΤΥΜΟΛ. < κακ(ο)- + -πραγής < θ. πραγ-, πρβλ. πέπραγα του πράττω].