κακοπραγής

From LSJ

Ὡς πάντα τιμῆς ἐστι πλὴν τρόπου κακοῦ → Ut cuncta nunc sunt cara, nisi mores mali → Charakterlosigkeit allein bleibt ohne Ehr

Menander, Monostichoi, 559
Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: κᾰκοπρᾱγής Medium diacritics: κακοπραγής Low diacritics: κακοπραγής Capitals: ΚΑΚΟΠΡΑΓΗΣ
Transliteration A: kakopragḗs Transliteration B: kakopragēs Transliteration C: kakopragis Beta Code: kakopragh/s

English (LSJ)

κακοπραγές, evil-doing, Hsch.

German (Pape)

[Seite 1302] ές, unglücklich, Hesych.

Greek Monolingual

κακοπραγής, -ές (Α)
αυτός που κάνει κάτι κακό, κακοποιός.
[ΕΤΥΜΟΛ. < κακ(ο)- + -πραγής < θ. πραγ-, πρβλ. πέπραγα του πράττω].