ιχνολογώ
From LSJ
Φίλους ἔχων νόμιζε θησαυροὺς ἔχειν → Tibi si est amicus, esse thesaurum puta → Mit Freunden, glaub es nur, besitzt du einen Schatz
ἰχνολογῶ, -έω (AM)
ανιχνεύω, αναζητώ, ιχνηλατώ.
[ΕΤΥΜΟΛ. < ἴχνος + -λογῶ (< -λογος < λόγος), πρβλ. σταχυο-λογώ, ψηφο-λογώ].