Λόγοις δ' ἐγὼ φιλοῦσαν οὐ στέργω φίλην → I do not care for the friend who loves in word alone
ἰσχαδώνης, ὁ (Α)αυτός που αγοράζει ξηρά σύκα.[ΕΤΥΜΟΛ. < ἰσχάς, -άδος + -ώνης (< ώνοῦμαι «αγοράζω»), πρβλ. καρπ-ώνης, οπωρ-ώνης].