κακόψυχος

From LSJ
Revision as of 10:15, 23 August 2021 by Spiros (talk | contribs) (Text replacement - "<b>πρβλ.</b>" to "πρβλ.")

Νὺξ μὲν ἀναπαύει, ἡμέρα δ' ἔργον ποιεῖ → Nam nox quietem praebet, facit opus dies → Die Nacht lässt unsre Arbeit ruhn, der Tag sie tun

Menander, Monostichoi, 385

German (Pape)

[Seite 1305] kleinmüthig, verzagt?

Greek Monolingual

-η, -ο (Μ κακόψυχος, -ον)
νεοελλ.
αυτός που έχει κακή ψυχή, μοχθηρός, κακός.
επίρρ...
κακόψυχα
μσν.
(για άρρωστο) σε άσχημη κατάσταση, του θανατά.
[ΕΤΥΜΟΛ. < κακ(ο)- + -ψυχος (< ψυχή), πρβλ. καλό-ψυχος, ολό-ψυχος].