κακόπλαστος

From LSJ
Revision as of 10:19, 23 August 2021 by Spiros (talk | contribs) (Text replacement - "<b>πρβλ.</b>" to "πρβλ.")

Βίου σπάνις πέφυκεν ἀνδράσιν γυνή → Nihil viro uxor est, nisi esuries mera → Die Frau ist Männern von Natur Verlust an Gut

Menander, Monostichoi, 77
Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: κᾰκόπλαστος Medium diacritics: κακόπλαστος Low diacritics: κακόπλαστος Capitals: ΚΑΚΟΠΛΑΣΤΟΣ
Transliteration A: kakóplastos Transliteration B: kakoplastos Transliteration C: kakoplastos Beta Code: kako/plastos

English (LSJ)

ον, A illconceived, Hermog.Stat.1.1. Adv. -τως Tz.ad Lyc.805.

German (Pape)

[Seite 1302] schlecht gebildet, ersonnen, Rhett.

Greek Monolingual

κακόπλαστος, -ον (AM)
κακοφτειαγμένος, άσχημος, δύσμορφος
αρχ.
αυτός που επινοήθηκε κακώς.
επίρρ...
κακοπλάστως (Μ)
με κακόπλαστο τρόπο, με άσχημη μορφή, δύσμορφα.
[ΕΤΥΜΟΛ. < κακ(ο)- + -πλαστoς (< πλάσσω), πρβλ. ισό-πλαστος, πρωτό-πλαστος].