καλοιακούδα
From LSJ
νίψον ἀνομήματα, μὴ μόναν ὄψιν → wash the sins, not only the face | wash my transgressions, not only my face
νίψον ἀνομήματα, μὴ μόναν ὄψιν → wash the sins, not only the face | wash my transgressions, not only my face
και καλιακούδα, η
κοινή ονομασία του πτηνού κολοιός, αλλ. κάργια ή κάργα.
[ΕΤΥΜΟΛ. < κάλοιακας (< κόλοιακας < αρχ. κολοιός, αναλογικά προς το κόρακας) + κατάλ. -ούδα (πρβλ. πεταλ-ούδα)].