καλοιακούδα

From LSJ

Γάμος γὰρ ἀνθρώποισιν εὐκταῖον κακόν → Conubium homini inire votivum est malum → Die Ehe ist den Menschen ein erflehtes Leid

Menander, Monostichoi, 102

Greek Monolingual

και καλιακούδα, η
κοινή ονομασία του πτηνού κολοιός, αλλ. κάργια ή κάργα.
[ΕΤΥΜΟΛ. < κάλοιακας (< κόλοιακας < αρχ. κολοιός, αναλογικά προς το κόρακας) + κατάλ. -ούδα (πρβλ. πεταλούδα)].