κεραυνοκλόνος

From LSJ
Revision as of 13:22, 23 August 2021 by Spiros (talk | contribs) (Text replacement - "<b>πρβλ.</b>" to "πρβλ.")

παιδείαν δὲ πᾶσαν, μακάριε, φεῦγε τἀκάτιον ἀράμενοςflee all education, raising up the top sail

Source
Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: κεραυνοκλόνος Medium diacritics: κεραυνοκλόνος Low diacritics: κεραυνοκλόνος Capitals: ΚΕΡΑΥΝΟΚΛΟΝΟΣ
Transliteration A: keraunoklónos Transliteration B: keraunoklonos Transliteration C: keravnoklonos Beta Code: keraunoklo/nos

English (LSJ)

ον, A causing the din of the thunderbolt, PMag.Par.1.599.

Spanish

que agita el trueno

Greek Monolingual

κεραυνοκλόνος, -ον (Α) αυτός που επιφέρει κλονισμό παρόμοιο με τον κλονισμό, με το τράνταγμα που προξενεί ο κεραυνός.
[ΕΤΥΜΟΛ. < κεραυνός + -κλόνος (< κλόνος «ταραχή, κλονισμός») πρβλ. πυρι-κλόνος.