καφέα
From LSJ
Καλὸν τὸ νικᾶν ἀλλ' ὑπερνικᾶν κακόν → Vincere bonum est: ultra fas vincere lubricum → Schön ist zu siegen, übermäßig siegen schlecht
Greek Monolingual
η
επιστημονική ονομασία του γένους του καφεόδεντρου, του οποίου τα σπέρματα χρησιμοποιούνται για την παρασκευή του καφέ.
[ΕΤΥΜΟΛ. Μεταφορά στην ελλ. ξεν. όρου, πρβλ. αγγλ. coffea (< απαρχαιωμένο σουηδ. coffe, coffe < απαρχαιωμένο γερμ. coffee < αγγλ. coffee). Κατ' άλλη άποψη, προέρχεται από την ονομασία Kaffa (Kefa) της νοτιοδυτικής Αιθιοπίας, που θεωρείται τόπος καταγωγής του. Η λ. μαρτυρείται από το 1897 στο Λεξικόν Ελληνογαλλικόν του Άγγελου Βλάχου].