κνισοκόλαξ
From LSJ
ἀλλὰ σὺ μὲν νῦν στῆθι καὶ ἄμπνυε → but you, stop now and catch your breath | but do thou now stand, and get thy breath
English (LSJ)
ᾰκος, ὁ, A dinner-parasite, Asius 1, cf. Phryn.PSp.81 B. cod. (κυσοκόλαξ cj. Kaibel).
Greek (Liddell-Scott)
κνῑσοκόλαξ: ὁ, παράσιτος δείπνου, αἴσχιστος κόλαξ, Ἄσιος παρ’ Ἀθην. 125D, πρβλ. Α. Β. 47.
Greek Monolingual
κνισοκόλαξ, -ακος, ὁ (Α)
αίσχιστος κόλακας.
[ΕΤΥΜΟΛ. < κνῖσα + -κόλαξ (< κόλαξ), πρβλ. λιμο-κόλαξ, ψωμο-κόλαξ.