κοκορομαχία
From LSJ
σωφροσύνη τὸ περὶ τὰς γυναῖκας → temperance in relation to women
Greek Monolingual
η
1. αγώνας ανάμεσα σε δύο πετεινούς, ο οποίος, σε ορισμένες χώρες, συνοδεύεται με στοιχήματα
2. μτφ. αγώνας ή ανταγωνισμός δύο ή και περισσότερων αντιπάλων που, συνήθως, κάνουν επίδειξη παλικαριάς.
[ΕΤΥΜΟΛ. < κόκορας + -μαχία (< -μάχος < μάχομαι), πρβλ. ιππο-μαχία, ταυρο-μαχία. Απόδοση στην ελλ. ξεν. όρου, πρβλ. cockfight].