κορίδιον
From LSJ
ἀγεωμέτρητος μηδεὶς εἰσίτω → no one ignorant of geometry may enter, let no one ignorant of geometry enter, let no one ignorant of geometry come in
English (LSJ)
τό, Dim. of κόρη, GDI1699,al. (Delph.), IG9(1).384 (Naupactus); censured by Poll.2.17, but allowed by Phryn.56. II perh. for κόρι, = κορίαννον, Pap.in Philol.80.341.
Greek (Liddell-Scott)
κορίδιον: τό, ὑποκορ. τοῦ κόρη, Ἐπιγραφ. Δελφ. 29, Πολυδ. Β΄, 17, Φρύν. 73.
Greek Monolingual
κορίδιον, τὸ (Α)
1. κοριτσάκι
2. πιθ. το φυτό κορίανδρο.
[ΕΤΥΜΟΛ. Με τη σημ. 1.< κόρη, ενώ με τη σημ 2. < κόρι ή < κόριον (ΙΙ). Και στις δύο περιπτώσεις εμφανίζει την υποκορ. κατάλ. -ίδ-ιον (πρβλ. μαχαιρ-ίδιον, χοιρ-ίδιον)].