κοτυληδόνα

From LSJ
Revision as of 13:50, 23 August 2021 by Spiros (talk | contribs) (Text replacement - "<b>πρβλ.</b>" to "πρβλ.")

τῆς δ' ἀρετῆς ἱδρῶτα θεοὶ προπάροιθεν ἔθηκαν ἀθάνατοι (Hesiod, Works and Days 289) → But between us and Goodness the gods have placed the sweat of our brows

Source

Greek Monolingual

η (ΑM κοτυληδών, -όνος)
το κοίλο απομυζητικό φυμάτιο διαφόρων σπονδυλωτών και ασπόνδυλων ζώων με το οποίο αυτά συγκρατούνται σε διάφορα αντικείμενα και συλλαμβάνουν τη λεία τους, η κοτύλη, η βυζάχτρα, η βεντούζα («ἐπὶ δὲ τῶν ποδῶν αἱ κοτυληδόνες ἅπασίν εἰσιν», Αριστοτ.)
νεοελλ.
1. βοτ. το πρώτο ή τα πρώτα φύλλα του νεαρού φυταρίου, η κοτύλη
2. ανατ. καθεμιά από τις 25 έως 30 λειτουργικές μονάδες που αποτελούν τον πλακούντα
αρχ.
1. κάθε κοίλο πράγμα
2. κοιλότητα («ἐκθλίψαντα πορεῖν κυάθου κοτυληδόνα πλήρη», Νίκ.)
3. η κλείδωση («τὸ δέ, ἐν ᾧ στρέφεται ὁ μηρός, κοτυληδών», Αριστοτ.)
4. ο μεταξύ εμβρύου και μητέρας αγγειακός σύνδεσμος
5. είδος φυτού, η ομφαλοβοτάνη.
[ΕΤΥΜΟΛ. < κοτύλη + επίθημα -δών, -δόνος (πρβλ. αλγη-δών, μυρμη-δών)].