λαμπροφοίτης

From LSJ
Revision as of 14:15, 23 August 2021 by Spiros (talk | contribs) (Text replacement - "<b>πρβλ.</b>" to "πρβλ.")

ὥστε πλείους ἢ χιλίας ἱεροδούλους ἐκέκτητο ἑταίρας → it owned more than a thousand temple-slaves, courtesans

Source

Spanish

que brilla al caminar

Greek Monolingual

λαμπροφοίτης, -ου, ό (Α)
(για τον ήλιο) αυτός που εμφανίζεται με λαμπρότητα.
[ΕΤΥΜΟΛ. < λαμπρός + -φοίτης (< φοιτώ), πρβλ. ορο-φοίτης, ουρανο-φοίτης·