λαβροστομώ
From LSJ
τὸ ἀνάλημμα καὶ τὴν ἐπ' αὐτοῦ κερκίδα → the retaining wall and the wedge of theatre seats supported by it
λαβροστομῶ, -έω (Α)
μιλώ με θρασύτητα («σὺ δ' ἡσύχαζε μηδ' ἄγαν λαβροστόμει», Αισχύλ.).
[ΕΤΥΜΟΛ. < λάβρος + -στομῶ (< -στόμος < στόμα), πρβλ. ελευθερο-στομώ, ψευδο-στομώ].