λεχώος

From LSJ
Revision as of 14:30, 23 August 2021 by Spiros (talk | contribs) (Text replacement - "<b>πρβλ.</b>" to "πρβλ.")

ποταμῷ γὰρ οὐκ ἔστιν ἐμβῆναι δὶς τῷ αὐτῷ → it is impossible to step twice in the same river, you cannot step twice into the same rivers

Source

Greek Monolingual

-α, -ο (Α λεχώϊος, -ον, θηλ. και λεχωϊάς)
αυτός που ανήκει ή αναφέρεται στη λεχώνα ή στην περίοδο της λοχείας (α. «νύμφη λεχωϊάς» — λεχώνα, Νόνν.
β. «λεχώϊα δῶρα» — τα δώρα που προσφέρονταν σε λεχώνα, Νίκαρχ.)
αρχ.
το ουδ. ως ουσ. τὸ λεχώϊον
ο τόπος όπου γεννά μια γυναίκα («Ῥείης... λεχώϊον», Καλλ.).
[ΕΤΥΜΟΛ. Ο τ. λεχώος < λεχώ-ϊος < λεχώ + -ιος. Το θηλ. λεχωϊάς, με επίθημα -ιάς, -ιάδος (πρβλ. γενεθλ-ιάς, λειμων-ιάς)].